ἐναπόθεσις
1ἐναπόθεσις — depositing fem nom sg …
2εναπόθεση — η (Α ἐναπόθεσις) η απόθεση σ έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση νεοελλ. οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού ατμολέβητα …
1ἐναπόθεσις — depositing fem nom sg …
2εναπόθεση — η (Α ἐναπόθεσις) η απόθεση σ έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση νεοελλ. οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού ατμολέβητα …