ἐναιμήεις
1εναιμήεις — ἐναιμήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα …
2ἐναιμήεντα — ἐναιμήεις neut nom/voc/acc pl ἐναιμήεις masc acc sg …
1εναιμήεις — ἐναιμήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα …
2ἐναιμήεντα — ἐναιμήεις neut nom/voc/acc pl ἐναιμήεις masc acc sg …