ἐναίσιμος
1ἐναίσιμος — ominous masc/fem nom sg …
2εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …
3εναίσιμος — η, ο 1. που αρμόζει, που πρέπει, κατάλληλος. 2. φρ., «εναίσιμη διατριβή», βλ. διατριβή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐναισίμως — ἐναίσιμος ominous adverbial ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl (doric) …
5ἐναίσιμον — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc sg ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc sg …
6ἐναισίμοις — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat pl …
7ἐναισίμους — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl …
8ἐναισίμῳ — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat sg …
9ἐναίσιμα — ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc pl …
10ἐναίσιμοι — ἐναίσιμος ominous masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2