ἐνέχυρον
1ἐνέχυρον — pledge neut nom/voc/acc sg …
2ἐνεχύροις — ἐνέχυρον pledge neut dat pl …
3ἐνεχύρου — ἐνέχυρον pledge neut gen sg ἐνεχυρόω pledge pres imperat act 2nd sg ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
4ἐνεχύρων — ἐνέχυρον pledge neut gen pl ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐνεχυρόω pledge imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
5ἐνεχύρῳ — ἐνέχυρον pledge neut dat sg …
6ἐνέχυρα — ἐνέχυρον pledge neut nom/voc/acc pl …
7-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …
8ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …
9ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… …
10ενεχυρώ — ἐνεχυρῶ, όω (Α) [ενέχυρον] βάζω σε ενέχυρο (βλ. ενεχυράζω και ενεχυριάζω) …
- 1
- 2