1ἐνέροισιν — ἔνεροι those below masc dat pl (epic ionic aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ένεροι — ἔνεροι, οι (Α) αυτοί που βρίσκονται μέσα στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε] …
Dictionary of Greek