ἐμ-φανής

  • 91πολιοφανής — ές, Μ αυτός που έχει όψη σεβάσμιου γέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «αυτός που έχει λευκές τρίχες, σεβάσμιος λόγω ηλικίας» + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. λαμπρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 92πολυφανής — και ποιητ. τ. πουλυφανής, ές, Μ ο εξαιρετικά περίοπτος, ο πολύ φανερός, ο ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ομοιο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 93πρωτοφανής — ές, ΝΑ αυτός που εμφανίζεται, γίνεται ή συμβαίνει για πρώτη φορά νεοελλ. συνεκδ. καταπληκτικός, ασυνήθιστος, παράδοξος («πρωτοφανής θρασύτητα»). επίρρ... πρωτοφανώς / πρωτοφανῶς ΝΑ με πρωτοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φανής (< φαίνω/… …

    Dictionary of Greek

  • 94πτωχοφανής — ές, Μ αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 95πυρσοφανής — ές, Μ πυροφανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. αερο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 96σεμνοφανής — ές, Α αυτός που έχει σεμνή, σοβαρή όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 97σκυθρωποφανής — ές, Α σκυθρωπός στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυθρωπός + φανης (< φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 98σοβαροφανής — ες, Ν αυτός που παριστάνει τον σοβαρό, τον σπουδαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + φανής (< φαίνομαι), πρβλ. αληθο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 99σολοικοφανής — ές, Α αυτός που μοιάζει με σολοικισμό, αυτός που φαίνεται σόλοικος («σολοικοφανεῑς σχηματισμοί», Διον. Αλ.). επίρρ... σολοικοφανῶς Μ κατά σολοικοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλοικος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 100σπουδαιοφανής — ές, Ν αυτός που φαίνεται σπουδαίος χωρίς πράγματι να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek