ἐμ-φανής

  • 81ξυλοφανής — ξυλοφανής, ές (Α) 1. αυτός που δείχνει, που εμφανίζει ξύλο ή που φαίνεται ξύλινος 2. αυτός που μοιάζει με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φανής (< φαίνω), πρβλ. μόλυβδο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 82οικτροφανής — οἰκτροφανής, ές (Α) οικτρός στην εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + φανής (< θ. φαν , πρβλ. αόρ. ἐ φάν ην τού φαίνω), πρβλ. λαμπρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 83ολοφανής — ές 1. ολοφάνερος, πασιφανής 2. (για σύστημα φωτισμού) αυτός που εκπέμπει ομοιόμορφα όλες τις ακτίνες του προς μία ορισμένη κατεύθυνση. επίρρ... ολοφανώς (Μ ὁλοφανῶς) ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. πρωτο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 84οροφανής — ὀροφανής, ές (Μ) μεγαλόσωμος, ογκώδης σαν όρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο (βλ. λ. όρος [II]) + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νυκτι φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 85ουρανοφανής — (I) ο (ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού ουρανίου και τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Uranophan (< ουράνιο + φανής < φαίνομαι)]. (II) οὐρανοφανής, ές (ΑΜ) αυτός που εμφανίζεται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φανής …

    Dictionary of Greek

  • 86οφθαλμοφανής — ές (Α ὀφθαλμοφανής, ές) 1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός 2. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς) με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα μσν. αρχ. σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 87παντοφανής — ές, Μ αυτός που φωτίζει παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. πασι φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 88πεζοφανής — ές, Α (ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + φανής (< θ. φαν τού φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. μεγαλο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 89πλησιοφανής — ές, Μ αυτός που γίνεται ορατός από κοντινή απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + φανής (< φαίνω), πρβλ. μεσο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 90πλουτοφανής — ές, Μ αυτός που δίνει την εντύπωση ότι είναι πλούσιος («πλουτοφανής παλάμη» η παλάμη που φανερώνει, που δείχνει πλούτο, Βαλα). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. αληθο φανής] …

    Dictionary of Greek