ἐμ-φανής

  • 51μολυβδοφανής — μολυβδοφανής, ές (Α) αυτός που έχει όψη μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. ιππο φανής, χαλκο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 52ναρθηκοφανής — ναρθηκοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν νάρθηκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, ηκος + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. ιππο φανής, μολυβδο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 53νεβροφανής — νεβροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. μολυβδο φανής, χαλκο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 54νεοφανής — ές (ΑΜ νεοφανής, ές) αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής νεοελλ. μσν. (κατ επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος αρχ. αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. επίρρ... νεοφανώς (Μ νεοφανῶς) 1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά 2. παραδόξως, αλλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 55νηπιοφανής — νηπιοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται σαν νήπιο, που έχει όψη νηπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + φανής (< θ. φαν πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. τού φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιππο φανής, νεβρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 56προσθοφανής — ές, Α 1. ο κατά μέτωπο ορώμενος 2. αυτός που φαίνεται από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. περι φανής, τηλε φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 57πυριφανής — και πυροφανής, ές, Α αυτός που εμφανίζεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + φανής (< φαίνω/ φαίνομαι), πρβλ. ημερο φανής, νυκτι φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 58πυροφανής — ές, Μ αυτός που έχει την εμφάνιση φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. αερο φανής, υγρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 59σαλπιγγοφανής — ές, Α όμοιος με σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, ιγγος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μετεωρο φανής, οφθαλμο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 60σαρκοφανής — ές, Α 1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα 2. (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ σαρκοφανής ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιππο φανής, ξυλο …

    Dictionary of Greek