ἐμ-φανής

  • 41καλλιφανής — καλλιφανής, ές (Μ) αυτός που φέγγει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. λαμπρο φανής, χρυσο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 42κομψοφανής — κομψοφανής, ές (Α) αυτός που έχει κομψή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. τού φαίνομαι), πρβλ. ευλογο φανής, πρωτο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 43κοσμοφανής — κοσμοφανής, ές (Μ) αυτός που γίνεται ορατός στον κόσμο («κοσμοφανής ἀστραπὴ τοῡ πνεύματος», Στουδ. Θεόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνω), πρβλ. αιμο φανής, οφθαλμο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 44κρυσταλλοφανής — ές (Α κρυσταλλοφανής, ές) αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ κρυστάλλινα ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. αληθο φανής,… …

    Dictionary of Greek

  • 45λαμπροφανής — λαμπροφανής, ές (Α) αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φανής (< θ. φαν τού φαίνω, πρβλ. ἐ φάν ην), πρβλ. αληθο φανής, ευλογο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 46λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 47μεγαλοφανής — (Μεγαλόπολη, 3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου, ενώ ο Πλούταρχος τον αναφέρει ως δάσκαλο του Φιλοποίμενος. Αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει από την τυραννία που επικρατούσε στην πατρίδα του και αργότερα συμμετείχε στην εκθρόνιση …

    Dictionary of Greek

  • 48μελανοφανής — μελανοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φανής (< φαίνω), πρβλ. δημο φανής, τηλε φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 49μεσοφανής — και ποιητ. τ. μεσσοφανής, ές (Α) 1. αυτός που φαίνεται στο μέσο, ανάμεσα 2. (για την ημισέληνο) αυτή που φαίνεται κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. νυκτι φανής, τηλε φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 50μετεωροφανής — μετεωροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται ψηλά στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φανής (< φαίνω), πρβλ. δημο φανής, τηλε φανής] …

    Dictionary of Greek