ἐμ-φανής
31ηλιοφανής — ές 1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο 2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο 3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής αραχνίδιο τής οικογένειας σαλτικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] …
32ημεροφανής — ἡμεροφανής, ές (Α) ορατός κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φανής (< θ. φαν πρβλ. ε φάν ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. επι φανής, πασι φανής] …
33ημιφανής — ἡμιφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α) με ημιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, δια φανής] …
34θειοφανής — θειοφανής, ές (Α) αυτός που φανερώθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + φανής (< φαίνω), πρβλ. εμ φανής, προ φανής) …
35θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …
36θηλυφανής — θηλυφανής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φανής (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] …
37θηροφανής — θηροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + φανής (θ. φαν , πρβλ. φαν ός, ε φάν ην), πρβλ. εμ φανής, πασι φανής] …
38ιθυφανής — ἰθυφανής, ές (Α) φρ. «κατ ἰθυφανές» με ιθυφάνεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ φάν ην), πρβλ. οφθαλμο φανής, πασι φανής] …
39ισοφανής — ἰσοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται όμοιος προς κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φανής (< φαίνομαι), πρβλ. δικαιο φανής, πρωτο φανής] …
40καινοφανής — ές (Μ καινοφανής, ές) αυτός που εμφανίζεται πρόσφατα ή για πρώτη φορά, νεοφανής, πρωτοφανής, πρωτότυπος («καινοφανής αστέρας») νεοελλ. 1. μτφ. πρωτάκουστος, ανήκουστος, παράδοξος, αλλόκοτος 2. το ουδ. ως ουσ. το καινοφανές το ασυνήθιστο, η… …