ἐμ-φανής

  • 21Φάνου — Φάνης masc gen sg Φά̱νου , Φᾶνος masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22Φάνῃ — Φάνης masc dat sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23προὐφάνης — προῡ̱φάνης , πρό ὑφανάω imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) προῡ̱φάνης , πρό ὑφανάω imperf ind act 2nd sg (ionic) προῡ̱φάνης , πρό ὑφανάω imperf ind act 2nd sg (ionic) προῡφάνης , πρό ὑφανάω pres ind act 2nd …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24Φάνα — Φάνᾱ , Φάνης masc nom/voc/acc dual Φάνης masc voc sg Φάνᾱ , Φάνης masc gen sg (doric aeolic) Φάνης masc nom sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 25ετεροφανής — ἑτεροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται διαφορετικός, που έχει άλλη όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φανής (< φαίνω), πρβλ. εμ φανής, α φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 26ευλαβοφανής — εὐλαβοφανής, ές (Α) αυτός που δίνει την εντύπωση τού ευλαβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλαβο (< ευλαβής) + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, επι φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 27ευλογοφανής — ές (ΑΜ εὐλογοφανής, ές) ο επιφανειακά γνήσιος ή ειλικρινής, ο αληθοφανής. επίρρ... ευλογοφανώς (Μ εὐλογοφανῶς) με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλογος + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, εμ φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 28ευσεβοφανής — εὐσεβοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται ότι ακολουθεί την ευσέβεια, την ορθή πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής, εμ φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 29ευφανής — εὐφανής, ές (ΑΜ) αυτός που έχει καλή εμφάνιση, που φαίνεται ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο φανής, οφθαλμο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 30ηδυφανής — ές (Α ἡδυφανής, ές) νεοελλ. (ορυκτ.) το αρσ. ως ουσ. ο ηδυφανής αρσενικικό και χλωριούχο ορυκτό τού ασβεστίου και τού μολύβδου αρχ. 1. ο φαινομενικά γλυκός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυφανές η φαινομενική γλυκύτητα, η φαινομενική νοστιμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek