ἐμ-φανής

  • 111υψιφανής — ές, Α ὑψιφαής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φανής (< φαίνω), πρβλ. ἀρτι φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 112φλογοφανής — ές, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φλόγας, φλόγινος («φλογοφανὲς ἔριον», Δαμασκ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. σκιο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 113χαμηλοφανώς — Μ επίρρ. κατά τα φαινόμενα χαμηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *χαμηλοφανής (< χαμηλός + φανής [< φαίνω / ομαι], πρβλ. ἐπι φανής) + επιρρμ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek

  • 114χρηστοφανής — ές, ΜΑ αυτός που δίνει την εντύπωση τού χρηστού, τού ηθικού, καλού και ενάρετου ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 115χρυσοφανής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει τη λάμψη τού χρυσού («ταινίας... χρυσοφανεῑς», Αιλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοφανής (ορυκτ.) παλαιότερη ονομασία τού ορυκτού κλιντονίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. λαμπρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 116ψευδοφανής — ές, Α (για τη Σελήνη κ.ά. ουράνια σώματα) αυτός που λάμπει με ξένο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. πρωτο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 117ψιμυθιοφανής — και ψιμμυθιοφανής, ές, Α ψιμυθοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιμύθιον + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. αστρο φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 118Φάναν — Φάνᾱν , Φάνης masc acc sg (epic doric aeolic) Φάνης masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 119Φάνας — Φάνᾱς , Φάνης masc acc pl Φάνᾱς , Φάνης masc nom sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 120Sycophant — A sycophant (from the Greek συκοφάντης sykophántēs ) is a servile person who, acting in his or her own self interest, attempts to win favor by flattering one or more influential persons, with an undertone that these actions are executed at the… …

    Wikipedia