ἐμ-πᾰθῶς

  • 1ισοπαθώς — ἰσοπαθῶς (Μ) επίρρ. με ίσο πάθος, ομοιοπαθώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παθῶς < παθής < θ. παθ. (πρβλ. ἔ παθ ον τοὺ πάσχω*), πρβλ. ομοιο παθώς] …

    Dictionary of Greek