ἐμ-πίπρημι
1πίπρημι — πίμπρημι burn pres ind act 1st sg …
2συμπίπρημι — Α καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο, βάζω φωτιά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πίπρημι «καίω»] …
1πίπρημι — πίμπρημι burn pres ind act 1st sg …
2συμπίπρημι — Α καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο, βάζω φωτιά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πίπρημι «καίω»] …