ἐμ-πρόθεσμος
1προθεσμός — ὁ, Α [θεσμός] φρ. «βασιλικοί προθεσμοί» βασιλικά προνόμια …
2ληξιπρόθεσμος — η, ο αυτός τού οποίου έληξε η προθεσμία («ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + πρόθεσμος (πρβλ. εκ πρόθεσμος, μακρο πρόθεσμος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… …
3μακροπρόθεσμος — η, ο 1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο») 2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. επίρρ... μακροπρόθεσμα 1. με… …
4μεσοπρόθεσμος — η, ο αυτός που έχει μέση προθεσμία εξόφλησης ή λήξης («μεσοπρόθεσμα δάνεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πρόθεσμος (πρβλ. βραχυ πρόθεσμος)] …
5υπερπρόθεσμος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) ο εκπρόθεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πρόθεσμος (< προθεσμία), πρβλ. ἐκ πρόθεσμος] …
6παραπροθεσμώ — έω, Μ αναβάλλω κάτι πέρα από την προθεσμία, αφήνω να περάσει η ορισμένη προθεσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προθεσμῶ (< πρόθεσμος < προθεσμία)] …