ἐμ-πορία
1πορία — η, Ν βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, οι οποίοι αναπτύσσονται σε νεκρούς κλάδους δέντρων, στον φλοιό, σε πρέμνα ή και στο ξύλο υγιών δέντρων προκαλώντας τη σήψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poria (< πόρος)] …
2ποριά — η, Ν βλ. πορειά …
3ποριά — η πέρασμα, διάβαση, πόρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πόρια — πόριον neut nom/voc/acc pl …
5ισοπορία — ἰσοπορία, ἡ (Μ) ισοδυναμία, ισοτιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πορία (< πορος < πόρος), πρβλ. ευ πορία, οδοι πορία] …
6πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ …
7АПОРИЯ — (от греч. aporia затруднение, недоумение) трудноразрешимая проблема, связанная с противоречием между данными опыта и их мысленным анализом. Наиболее известны А., сформулированные др. греч. философом Зеноном Элейским. В А. «Ахилл» говорится о том …
8μισθοπορία — μισθοπορία, ἡ (Μ) η παροχή μισθού, η μισθοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πορία (< πόρος)] …