ἐμ-παλάσσομαι
1καταπαλάσσομαι — (Μ) μολύνομαι, μιαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλάσσομαι (μέσ. τού παλάσσω «ραντίζω μολύνω»)] …
2παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… …
3παλαχή — παλαχή, ἡ (Α) 1. αυτό που έλαχε σε κάποιον, ο κλήρος 2. φρ. «ἐκ παλαχῆς» από την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάσσομαι (βλ. λ. παλάσσω [ΙΙ])] …
4περιπαλάσσομαι — Α 1. (στον Δημόκρ.) (για τα άτομα) εκτινάσσομαι ολόγυρα, εξακοντίζομαι γύρω, στροβιλίζομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιπαλαχθῆναι περιπλακῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παλάσσομαι «κινώ, σείω, εξακοντίζω»] …
5pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… …