ἐμ-βᾰδόν
1βάδον — βάδος walk masc acc sg …
2παραιβαδόν — Α επίρρ. (με γεν.) βαδίζοντας δίπλα ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («παραιβαδὸν ἀτραπιτοῑο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + βαδόν (< θ. βαδ τού βαίνω*, πρβλ. εμβάδ ες, βάδην, βαδίζω), πρβλ. ανα βαδόν, εμ βαδόν] …
3κραγόν — (AM, Α και κράγον) επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. τού κραγός*, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., τού οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)] …
4ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …