ἐμός

  • 81πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 82στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …

    Dictionary of Greek

  • 83σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 84σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 85υμός — ή, όν, και αιολ. τ. ὔμμος, α, ον, Α 1. υμέτερος, δικός σας 2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε) τού ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 86ԻՄ — (իմոյ, իմում, յիմմէ կամ յիմոյ, իմով, իմոց, իմովք.) NBH 1 0845 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c ա. Ստացական դերանուն՝ ʼի սեռականէ էականիս Ես, զոր տեսցես. ἑμός meus. իմս. ... որ ինչ իմ է, կամ ինձ անկ է. *Անձին իմոյ: *Ի տան հօր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 87'μαί — ἀ̱μαί , ἁμός 1 fem nom/voc pl ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl ἀμαί , ἡμός fem nom/voc pl (aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 88'μοί — ἀ̱μοί , ἁμός 1 masc nom/voc pl ἀμοί , ἀμόω hang pres subj mp 2nd sg ἀμοί , ἀμόω hang pres ind mp 2nd sg ἀμοί , ἀμόω hang pres subj act 3rd sg ἐμοί , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg ἐμοί , ἐμός mine masc nom/voc pl ἀμοί , ἡμός masc nom/voc pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 89'μοῦ — ἀ̱μοῦ , ἁμός 1 masc/neut gen sg ἀμοῦ , ἁμοῦ somewhere indeclform (adverb) ἀ̱μοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀμοῦ , ἀμόω hang pres imperat mp 2nd sg ἀμοῦ , ἀμόω hang imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐμοῦ , ἐγώ I at least… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 90'μῆι — ἀ̱μῇ , ἁμός 1 fem dat sg (attic epic ionic) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres subj mp 2nd sg (doric) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres subj act 3rd sg (doric) ἀ̱μῇ , ἀμάω 1 reap corn pres ind act… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)