ἐμψύχως

  • 1ἐμψύχως — ἐμψύ̱χως , ἔμψυχος having life in one adverbial ἐμψύ̱χως , ἔμψυχος having life in one masc/fem acc pl (doric) ἐμψυχόω animate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐμψύ̱χως , ἐμψυχόω animate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2έμψυχος — η, ο (AM ἔμψυχος, ον) αυτός που έχει ψυχή, ζωή, κίνηση, ο ζωντανός («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για λόγο) ζωηρός, ζωντανός, δυνατός 2. κρύος, ψυχρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἔμψυχα τα ζώα. επίρρ... εμψύχως ψυχωμένα, ζωηρά, δυνατά …

    Dictionary of Greek