ἐμφῡλιος
1ἐμφύλιος — masc/fem nom sg …
2εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… …
3εμφύλιος — α, ο 1. που γίνεται μεταξύ ομοφύλων. 2. το αρσ. ως ουσ., εμφύλιος (ενν. πόλεμος), ένοπλος αγώνας μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων, που γίνεται στο ίδιο κράτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐμφυλίως — ἐμφύλιος adverbial ἐμφύλιος masc/fem acc pl (doric) …
5ἐμφύλιον — ἐμφύλιος masc/fem acc sg ἐμφύλιος neut nom/voc/acc sg …
6Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… …
7ἐμφυλίοις — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat pl …
8ἐμφυλίου — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen sg …
9ἐμφυλίους — ἐμφύλιος masc/fem acc pl …
10ἐμφυλίων — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen pl …