ἐμφῠναι καὶ δακεῖν

  • 1μυρμηκώδης — μυρμηκώδης, ῶδες (Α) [μύρμηξ] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.) 2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις τού δέρματος …

    Dictionary of Greek

  • 2μυώδης — ες (Α μυώδης, ῶδες) [μυς] αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, που είναι γεμάτος με μυώνες, ρωμαλέος νεοελλ. σχετικός με τους μυς αρχ. 1. όμοιος με το ποντίκι 2. αυτός που ταιριάζει σε ποντικό ή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ποντικού («τὸ δ… …

    Dictionary of Greek