ἐμπρησμός
11αντεμπρησμός — ο 1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών 2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει» …
12пожаръ — ПОЖАР|Ъ (42), А с. 1.Пожар: Ꙋцелелъ ти есмь: ѿ пожѧрꙊ и целꙊю тѧ. ГрБ № 710, 60–70 XII; створи же [Даниил столпник] и чюдеса многа. проре(ч) пожары гра(д). и примены. ПрЛ 1282, 85в; аще же ѿ пожара. или ѿ истоплень˫а кораблѧ. ѹкрадеть что. и… …
13έμπρησις — ἔμπρησις, η (Α) 1. εμπρησμός, πυρπόληση 2. ιατρ. φλόγωση …
14εμπυρισμός — ἐμπυρισμός, ο (Α) εμπρησμός, πυρπόληση …
15προβοκάτσια — η, Ν η πράξη τού προβοκάτορα, η πρόκληση («ο εμπρησμός τού Πολυτεχνείου ήταν προβοκάτσια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. provocatio «πρόκληση»] …
16πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ …
17πυρπόληση — η, / πυρπόλησις, ήσεως, ΝΜΑ [πυρπολῶ] η ενέργεια τού πυρπολώ, το άναμμα πυρκαγιάς, εμπρησμός …
18φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …
19φωτιά — η, Ν [φως, φωτός] 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με καύση, πυρ 2. φλόγα 3. πυρκαγιά, εμπρησμός 4. μτφ. μάχη, πόλεμος 5. φρ. α) «βάζω φωτιά» i) πυρπολώ ii) μτφ. προκαλώ καβγά β) «φωτιά που μάς έκαψε» μάς βρήκε μεγάλη συμφορά γ) «βάζω… …
20Δημητρόφ, Γκεόργκι — (Georgy Dimitrov, Ραντομίρ 1882 – Μόσχα 1949). Βούλγαρος πολιτικός. Υπήρξε ηγέτης του εργατικού κινήματος της Βουλγαρίας. Ύστερα από την αποτυχία της εξέγερσης του 1923, αναγκάστηκε να καταφύγει στην πρώην ΕΣΣΔ. Εκεί αναδείχθηκε σε ισχυρό… …