ἐμπολᾷ
1ἐμπολᾷ — ἐμπολάω get by barter pres subj mp 2nd sg ἐμπολάω get by barter pres ind mp 2nd sg (epic) ἐμπολάω get by barter pres subj act 3rd sg ἐμπολάω get by barter pres ind act 3rd sg (epic) ἐμπολή merchandise fem dat sg (doric aeolic) …
2ἐμπολᾶς — ἐμπολᾶ̱ς , ἐμπολάω get by barter pres ind act 2nd sg (doric) ἐμπολεύς merchant masc acc pl ἐμπολή merchandise fem gen sg (doric aeolic) …
3ἐμπολάν — ἐμπολά̱ν , ἐμπολή merchandise fem acc sg (doric aeolic) …
4ἐμπολάς — ἐμπολά̱ς , ἐμπολή merchandise fem acc pl …
5Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …
6ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… …
7Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …
8έμπολο — έμπολο, το και έμπουλο, το καθένα από τα κλώσματα που στρίβονται μαζί για να αποτελέσουν σκοινί: Βλέποντας το ναύκληρο που έστριφτε τα έμπολα μιας γούμενας (Α. Καρκαβίτσας ) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9ἐμπολᾶν — ἐμπολάω get by barter pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐμπολάω get by barter pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐμπολάω get by barter pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐμπολᾶ̱ν , ἐμπολάω get by barter pres inf act… …