ἐμπολαῖος
11έμπολος — (I) ἔμπολος, (Α) (ως επίθ. τών Διοσκούρων) έμπορος (βλ. ἐμπολαῑος). (II) η, ο (ως βοτανικός όρος) «έμπολη ιδιότητα» η ιδιότητα τών φυτών, κατά την οποία, όταν κοπεί ένα μέρος τους από το μητρικό άτομο, εμφανίζει σε κατάλληλες συνθήκες βλαστήσεως… …
12εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… …
13ՆԵՐԱՔԱՂԱՔԵԱՆ — ( ) NBH 2 0415 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἑμπολαῖος, ἑμπολεύς negotiator, mercator. Մակդիր Հերմեսի չաստուծոյ առ հելլենս, որպէս վաճառական կամ տեսուչ քաղաքաց շահավաճառութեան. *Զերէմս՝ ներքաղաքեան զսա սերտեսցուք, այսինքն շահից,… …
14'μπολαῖε — ἐμπολαῖε , ἐμπολαῖος of masc voc sg …
15ἐμπολαίου — ἐμπολαί̱ου , ἐμπολαῖος of masc/neut gen sg …
16ἐμπολαίῳ — ἐμπολαί̱ῳ , ἐμπολαῖος of masc/neut dat sg …
- 1
- 2