ἐμποινίμως
1ἐμποινίμως — ἐμποίνιμος liable to punishment adverbial ἐμποίνιμος liable to punishment masc/fem acc pl (doric) …
2εμποίνιμος — ἐμποίνιμος, ον (AM) Ι. αυτός που συνεπάγεται ποινή, τιμωρία, ο αξιόποινος ΙΙ. επίρρ. ἐμποινίμως με ποινή, κολαστικώς …