ἐμπείρω
1εμπείρω — ἐμπείρω (AM) μπήγω, διαπερνώ …
2εμπειρώ — ἐμπειρῶ ( έω) (Α) έχω γνώση ενός πράγματος …
3ἐμπειρῶ — ἐμπειράομαι make trial of pres imperat mp 2nd sg ἐμπειράομαι make trial of imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐμπειράζω to make an attempt on fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐμπειρέω to be experienced in pres subj act 1st sg (attic epic… …
4ἐμπείρω — ἔμπειρος experienced masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπειρος experienced masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
5ἐμπείρῳ — ἔμπειρος experienced masc/fem/neut dat sg …
6κατεμπείρω — (Α) διατρυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμπείρω «διαπερνώ»] …
7προεμπείρω — Α διαπερνώ προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπείρω «μπήγω, διαπερνώ»] …
8προσεμπείρω — Μ διαπερνώ, διατρυπώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπείρω «διαπερνώ»] …
9συνεμπείρω — Μ διατρυπώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμπείρω «διατρυπώ, διαπερνώ»] …