ἐμπεσόντες
1ἐμπεσόντες — ἐμπίτνω fall upon aor part act masc nom/voc pl …
2προσεμβάλλω — Α [ἐμβάλλω] 1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ. β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.) 2. εισέρχομαι… …