ἐμπειρία
1ἐμπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2εμπειρία — η (AM ἐμπειρία) 1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία τού θέματος ή επί τού θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων») 2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την… …
3ἐμπειρίᾳ — ἐμπειρίαι , ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) …
4εμπειρία — η 1. γνώση που στηρίζεται στην πείρα (αντίθ. η θεωρία), η πείρα. 2. το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από πείρα. 3. (φιλοσ.), η αντίληψη με τις αισθήσεις, καθώς και το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από την αντίληψη και η διανοητική… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5'μπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
6ἐμπειρίας — ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem acc pl ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἐμπειρίαι — ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἐμπειρίαν — ἐμπειρίᾱν , ἐμπειρία experience fem acc sg (attic doric aeolic) …
9ἐμπειριῶν — ἐμπειρία experience fem gen pl …
10ἐμπειρίαις — ἐμπειρία experience fem dat pl …