ἐμπειρία

  • 121αντιναυτικός — ή, ό αυτός που δεν ταιριάζει σε ναυτικό, που δεν έχει ναυτικές αρετές και εμπειρία …

    Dictionary of Greek

  • 122απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… …

    Dictionary of Greek

  • 123αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …

    Dictionary of Greek

  • 124αταβισμός — Συνώνυμο της προγονικής κληρονομικότητας. Αταβιστικοί ονομάζονται οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε ζώα ή φυτά και υπήρχαν σε πολύ μακρινούς προγόνους, ενώ στις διάμεσες γενιές και στους γεννήτορες απουσίαζαν. Τέτοια παραδείγματα στον άνθρωπο… …

    Dictionary of Greek

  • 125βίωμα — το [βιώ (II)] οτιδήποτε έζησε κανείς και ειδικότερα οτιδήποτε αποτέλεσε γι αυτόν μια ειδική εμπειρία συχνά τραυματική καθοριστική για τη μετέπειτα στάση ζωής του …

    Dictionary of Greek

  • 126βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …

    Dictionary of Greek

  • 127βιώνω — ζω κάτι ως βίωμα, έχω μια ειδική εμπειρία …

    Dictionary of Greek

  • 128γεύμα — και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα) η τροφή, το φαγητό μσν. νεοελλ. 1. το πρόγευμα 2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα τής ημέρας νεοελλ. 1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείς («τρία γεύματα την ημέρα») …

    Dictionary of Greek