ἐμπέδως
1εμπεδώς — ἐμπεδῶς και ἐμπεδέως (Α) επίρρ. διηνεκώς, διαρκώς …
2ἐμπεδῶς — ἐμπεδής adverbial (attic epic doric) ἐμπεδόω confirm pres ind act 2nd sg (doric) …
3Ἐμπέδως — Ἔμπεδος masc acc pl (doric) …
4ἐμπέδως — ἔμπεδος in the ground adverbial ἔμπεδος in the ground masc/fem acc pl (doric) ἐμπεδόω confirm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
5εμπεδέως — ἐμπεδέως (Α) επίρρ. βλ. εμπεδώς …
6επικλώθω — (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι… …