1ἐμμενές — ἐμμενής abiding in masc/fem voc sg ἐμμενής abiding in neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2εμμενής — ἐμμενής, ές (Α) 1. σταθερός, επίμονος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενές σταθερότητα, επιμονή 3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα …
Dictionary of Greek