ἐμετ-ιάω

  • 1εψιώμαι — ἑψιῶμαι, άομαι (ΑΜ) 1. παίζω με ψηφίδες, με πετραδάκια ή αστραγάλους 2. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σχηματίστηκε με το επίθημα ιάω, το οποίο εμφανίζουν πολλά ρήματα δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. εμετ ιώ, ιλιγγ… …

    Dictionary of Greek

  • 2φανητιώ — άω, Α (ως εφετικό τού φαίνομαι) επιθυμώ να επιδειχθώ, να κάνω πομπώδη εμφάνιση με σκοπό τον εντυπωσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. εφετικό τού ρ. φαίνομαι*, σχηματισμένο με επιθηματική επαύξηση ητ ιάω (πρβλ. μαθ ητ ιῶ, πασχ ητ ιῶ), από ονόματα σε ητ(ής)… …

    Dictionary of Greek