ἐμβριθής
1εμβριθής — ές (AM ἐμβριθής, ές) πολύ μελετημένος, περισπούδαστος, βαθυστόχαστος αρχ. 1. (για ήχο) βαθύς, δυνατός 2. ισχυρός, δυνατός 3. σταθερός, ατάραχος 4. (για κακό) λυπηρός 5. ενοχλητικός, φορτικός 6. (για πρόσ.) βίαιος, ευέξαπτος 7. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …
2ἐμβριθής — ἐμβρῑθής , ἐμβριθής weighty masc/fem nom sg …
3εμβριθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο γεμάτος βάρος πνευματικό, ο γεμάτος γνώσεις, βαθυστόχαστος, σπουδαίος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐμβριθῆ — ἐμβρῑθῆ , ἐμβριθής weighty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμβρῑθῆ , ἐμβριθής weighty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμβρῑθῆ , ἐμβριθής weighty masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5ἐμβριθέστερον — ἐμβρῑθέστερον , ἐμβριθής weighty adverbial comp ἐμβρῑθέστερον , ἐμβριθής weighty masc acc comp sg ἐμβρῑθέστερον , ἐμβριθής weighty neut nom/voc/acc comp sg …
6ἐμβριθεστάτων — ἐμβρῑθεστάτων , ἐμβριθής weighty fem gen superl pl ἐμβρῑθεστάτων , ἐμβριθής weighty masc/neut gen superl pl …
7ἐμβριθεστέρα — ἐμβρῑθεστέρᾱ , ἐμβριθής weighty fem nom/voc/acc comp dual ἐμβρῑθεστέρᾱ , ἐμβριθής weighty fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
8ἐμβριθεστέραις — ἐμβρῑθεστέραις , ἐμβριθής weighty fem dat comp pl ἐμβρῑθεστέρᾱͅς , ἐμβριθής weighty fem dat comp pl (attic) …
9ἐμβριθεστέρας — ἐμβρῑθεστέρᾱς , ἐμβριθής weighty fem acc comp pl ἐμβρῑθεστέρᾱς , ἐμβριθής weighty fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
10ἐμβριθεστέρων — ἐμβρῑθεστέρων , ἐμβριθής weighty fem gen comp pl ἐμβρῑθεστέρων , ἐμβριθής weighty masc/neut gen comp pl …