ἐμβριθής

  • 21επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… …

    Dictionary of Greek

  • 22κατεμβριθεύομαι — (Μ) επιπλήττω κάποιον με αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εμβριθεύομαι (< ἐμβριθής), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …

    Dictionary of Greek

  • 23περιοδεία — και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ [περιοδεύω] η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων») νεοελλ. φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων… …

    Dictionary of Greek

  • 24περισπούδαστος — η, ο / περισπούδαστος, ον, ΝΜΑ [περισπουδάζω] νεοελλ. 1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα») 2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη,… …

    Dictionary of Greek

  • 25πευκάλιμος — η, ον, Α εμβριθής, οξύς, έξυπνος («φρεσὶ πευκαλίμῃσιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα άλιμος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. εἰδάλιμος. εἶδος] …

    Dictionary of Greek

  • 26Γλάδστον, Γουίλιαμ Έβαρτ — (William Ewart Gladstone, Λίβερπουλ 1809 – Χάρντεν, Ουαλία 1898). Άγγλος πολιτικός. Άρχισε την κοινοβουλευτική σταδιοδρομία του –που κράτησε πάνω από 60 χρόνια– τον Ιανουάριο του 1833 ως βουλευτής του συντηρητικού κόμματος και γρήγορα μπήκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 27Καραντινός, Σωκράτης — (Αθήνα 1906 – 1979). Σκηνοθέτης του θεάτρου. Σπούδασε θέατρο στην Αθήνα και στη Βιέννη και ίδρυσε τη Νέα Δραματική Σχολή στην Αθήνα (1937). Σκηνοθέτησε πολλά δραματικά έργα στο Θέατρο Αθηνών, στην Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου και στο Εθνικό Θέατρο …

    Dictionary of Greek

  • 28Καρατζάς, Νικόλαος — (1705 – 1765). Λόγιος. Ήταν γνώστης πολλών γλωσσών και εμβριθής μελετητής της ελληνικής φιλολογίας της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Διασώθηκαν πολλά βιβλία και χειρόγραφα της πλούσιας βιβλιοθήκης του με σχόλια και προσωπικές του… …

    Dictionary of Greek

  • 29Κλαρκ, Γουίλιαμ Τζορτζ — (William George Clark, Γιορκσάιρ 1821 – Γιορκ 1878). Άγγλος λόγιος. Σπούδασε στο Trinity College του Κέιμπριτζ, στο οποίο στη συνέχεια δίδαξε έως το 1873. Ταξίδεψε πολύ και έγραψε τις εντυπώσεις του για την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πολωνία και… …

    Dictionary of Greek

  • 30ἐμβριθεστάτη — ἐμβρῑθεστάτη , ἐμβριθής weighty fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)