ἐμβριθής
11ἐμβριθεῖ — ἐμβρῑθεῖ , ἐμβριθής weighty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμβρῑθεῖ , ἐμβριθής weighty masc/fem/neut dat sg …
12ἐμβριθεῖς — ἐμβρῑθεῖς , ἐμβριθής weighty masc/fem acc pl ἐμβρῑθεῖς , ἐμβριθής weighty masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
13ἐμβριθέα — ἐμβρῑθέα , ἐμβριθής weighty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐμβρῑθέα , ἐμβριθής weighty masc/fem acc sg (epic ionic) …
14ἐμβριθές — ἐμβρῑθές , ἐμβριθής weighty masc/fem voc sg ἐμβρῑθές , ἐμβριθής weighty neut nom/voc/acc sg …
15ἐμβριθέστατα — ἐμβρῑθέστατα , ἐμβριθής weighty adverbial superl ἐμβρῑθέστατα , ἐμβριθής weighty neut nom/voc/acc superl pl …
16ἐμβριθέστατον — ἐμβρῑθέστατον , ἐμβριθής weighty masc acc superl sg ἐμβρῑθέστατον , ἐμβριθής weighty neut nom/voc/acc superl sg …
17βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …
18βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …
19βριθύνοος — βριθύνοος, ον (Α) εμβριθής, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + νοος < νόος, νους] …
20διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… …