ἐμβραδύνοντα
1ἐμβραδύνοντα — ἐμβραδύ̱νοντα , ἐμβραδύνω remain long in pres part act neut nom/voc/acc pl ἐμβραδύ̱νοντα , ἐμβραδύνω remain long in pres part act masc acc sg ἐμβραδύ̱νοντα , ἐμβραδύνω remain long in pres part act neut nom/voc/acc pl ἐμβραδύ̱νοντα , ἐμβραδύνω… …