ἐμβολ-άς

  • 1κρυφιμαίος — κρυφιμαῑος, αία, ον (AM) μυστικός, άδηλος, κρυφός. επίρρ... κρυφιμαίως (Α) μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. εμβολ ιμαίος, επιστολ ιμαίος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2μπόλι — το 1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο 2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ ιον, υποκορ. τού ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 3παραδόχιμος — ον, Α κληρονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4προβόλιμος — ον, Α (ως δικανικός όρος) ο υποκείμενος σε προβολή ή αυτός που μπορεί να διενεργήσει προβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβολή + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 5πρωτολόγιμος — ον, Α (ως τιμητικός τίτλος) ο πρώτος ως προς την υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτολόγος + κατάλ. ιμος (πρβλ. εμβόλ ιμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6υπερβόλιμος — ον, Α αυτός που επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή, με σημ. «αναβολή, αργοπορία» + κατάλ. ιμος (πρβλ. ἐμβόλ ιμος)] …

    Dictionary of Greek