ἐμαυτόν

  • 1ἐμαυτόν — ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτοῦ of me neut acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2'μαυτόν — ἐμαυτόν , ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτόν , ἐμαυτοῦ of me neut acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κἀμαυτόν — ἐμαυτόν , ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτόν , ἐμαυτοῦ of me neut acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κἠμαυτόν — ἐμαυτόν , ἐμαυτοῦ of me masc acc sg ἐμαυτόν , ἐμαυτοῦ of me neut acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5μετασχηματίζω — (ΑΜ μετασχηματίζω) 1. μεταβάλλω το σχήμα ή τη μορφή είτε εξωτερικώς είτε εσωτερικώς («μετασχηματίζων τὰ πάντα», Πλάτ.) 2. (το μέσ.) μετασχηματίζομαι μεταμφιέζομαι μσν. 1. παραποιώ, διαστρεβλώνω ή αλλοιώνω ένα γεγονός 2. (το μέσ.) α) αλλάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 6μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 7παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …

    Dictionary of Greek

  • 8τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …

    Dictionary of Greek

  • 9Phocion — (in Greek Φωκίων, also called Phokion, c402 c318 BC, nicknamed The Good) was an Athenian statesman and a Strategos.Phocion was a successful politician of Athens. He believed that an extreme frugality was the condition for virtue and lived in… …

    Wikipedia

  • 10Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …

    Deutsch Wikipedia