ἐμίχϑην

  • 1ἐμίχθην — ἐμί̱χθην , μίγνυμι mix aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐμί̱χθην , μίγνυμι mix aor ind pass 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …

    Dictionary of Greek