ἐλήλακα
1ἐλήλακα — ἐλαύνω drive perf ind act 1st sg …
2ἐληλάκασι — ἐληλάκᾱσι , ἐλαύνω drive perf ind act 3rd pl …
3ἐληλάκασιν — ἐληλάκᾱσιν , ἐλαύνω drive perf ind act 3rd pl …
4ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …