ἐλέει
1ἐλέει — ἔλεος pity neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέεϊ , ἔλεος pity neut dat sg (epic ionic) ἔλεος pity neut dat sg ἐλεάω pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ἐλεάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐλεέω to have pity on pres imperat… …
2ἐλεεῖ — ἐλεάω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐλεάω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐλεέω to have pity on pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐλεέω to have pity on pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …
3ЕЛЕОСВЯЩЕНИЕ — [Соборование; греч. τὸ εὐχέλαιον (ἅϒίον ἔλαιον), букв. молитвомаслие (святой елей)], одно из 7 церковных таинств, в к ром при помазании тела больного специально освященным елеем на него призывается благодать Божия, исцеляющая от телесных и… …
4ανελεήμων — ἀνελεήμων, ον (Α) (κ. νεοελλ. ανελεήμονας, ανελέημονας) εκείνος που δεν ελεεί, άσπλαχνος, άπονος …
5μωρελεήμων — μωρελεήμων, ὁ (Μ) αυτός που ελεεί τους μωρούς, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + ἐλεήμων] …
6Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …
7ελεήμονας — ο εκείνος που ελεεί, που κάνει ελεημοσύνες, πονόψυχος, φιλάνθρωπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8ВРАЧЕВАНИЯ ЧИНЫ — церковные священнодействия и чинопоследования, содержанием к рых являются обращенные к Богу прошения об исцелении больного от физических или душевных заболеваний, а также о прощении его грехов, к рые могли послужить их причиной. Церковь, отдавая… …