ἐλάφων
1Ἐλάφων — Ἔλαφος masc gen pl …
2ἐλάφων — ἔλαφος deer masc/fem gen pl …
3CERVUS — I. CERVUS Hebr. Gap desc: Hebrew αἰὰλ, vulgarinomine; Graecis ἔλαφος; quae ambo saepe in feminino etiam de cervo mare occurrunt. Ut cum dicit hilosophus in Mirabil. Τὰς εν Η᾿πείρῳ ἐλάφους κατορύττειν τὸ δεξιὸν κερας; in cervino enim genere soli… …
4Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… …