ἐλϑεῖν
41σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …
42στενοκομιδή — ἡ, Α 1. πενιχρή συγκομιδή 2. (κατ επέκτ.) οικονομική δυσχέρεια («πάνυ τὴν κώμην ἡμῶν εἰς στενοκομιδὴν ἐλθεῑν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κομιδή (< κομίζω)] …
43συνεργώ — συνεργῶ, έω, ΝΜΑ [συνεργός] συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ. γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς πλῆθος καρποῡ»,… …
44χάσμα — ατος, το, ΝΜΑ 1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π άνοιξ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ άνθη», Σολωμ. β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.) 2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο… …
45όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …
46Φιλαδελφεύς — Επώνυμο 3 λογίων και επιστημόνων. 1. Χρίστος (1808 – 1892). Μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης. Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας και σπούδασε στη Σμύρνη, όπου αργότερα διετέλεσε διευθυντής παρθεναγωγείου. Από εκεί πήγε στην Κέρκυρα… …
47kel-5 — kel 5 English meaning: to drive, force to move quickly Deutsche Übersetzung: “treiben, to schneller Bewegung antreiben” Material: O.Ind. kü̆ la yati “treibt, carries, nimmt wahr, hält”; Alb.Gheg qil, Sicil. qel “bring, bear”,… …