ἐλϑεῖν

  • 21εξεσίη — ἐξεσίη, η (Α) φρ. «ἐξεσίην ἐλθεῑν» (να σταλεί πρεσβεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + εσία «αποστολή» (< ίημι)] …

    Dictionary of Greek

  • 22επιδύω — ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α) (για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ. β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς… …

    Dictionary of Greek

  • 23επιποθία — ἐπιποθία, ἡ (Α) [επιποθώ] επιθυμία, λαχτάρα («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 24ευοδία — εὐοδία, ἡ (Α) [εύοδος] 1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο) 2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου β) μτφ. «κατ εὐοδίαν» κατ ευχήν 3. ευκαιρία («εὐοδία τοῡ ἐλθεῑν» καλή… …

    Dictionary of Greek

  • 25θυραίος — θυραῑος, ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [θύρα] αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα 2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι 3. αυτός που προέρχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 26καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …

    Dictionary of Greek

  • 27κατεύχομαι — (Α) 1. εύχομαι θερμά, κάνω ευχή ή προσευχή, προσεύχομαι (α. «τοῑθσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι», Ηρόδ. β. «ἐλθεῑν δ Ὀρέστην δεῡρο σὺν τύχη τινί κατεύχομαί σοι», Αισχύλ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω («καί μ ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα... κατεύξατο... τὰν… …

    Dictionary of Greek

  • 28κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 29μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …

    Dictionary of Greek

  • 30μετείσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πρὸς αὐτοὺς ἐλθεῑν» …

    Dictionary of Greek