ἐλπίδων

  • 11ανακρεμάννυμι — ἀνακρεμάννυμι (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου 2. απαγχονίζω 3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ «ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων» 4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κρεμάννυμι] …

    Dictionary of Greek

  • 12απελπισία — κ. σιά, η (Μ ἀπελπισία κ. AM ἀπελπιστία) έλλειψη ελπίδων, απόγνωση …

    Dictionary of Greek

  • 13απογοήτευση — η 1. αποθάρρυνση, μελαγχολία 2. διάψευση ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογοητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Κ. Πωπ, ως απόδοση του γαλλ. desenchantement] …

    Dictionary of Greek

  • 14αποκαρδίωση — η 1. αποθάρρυνση 2. διάψευση των ελπίδων, απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 15βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 16διαβουκόληση — η η παραπλάνηση με την καλλιέργεια ψευδών, φρούδων ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαβουκολώ. Η λ. στον λόγιο τύπο, διαβουκόλησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αναστ. Γούδα] …

    Dictionary of Greek

  • 17ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 18ενταφιάζω — (AM ἐνταφιάζω) τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, θάβω νεοελλ. φρ. «ενταφιάζω τις ελπίδες...» θάβω, καθιστώ αδύνατη την πραγματοποίηση τών ελπίδων …

    Dictionary of Greek

  • 19εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 20εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από …

    Dictionary of Greek