ἐλλείπων
1ἐλλείπων — ἐλλείπω leave in pres part act masc nom sg …
2недостатъчьствовати — НЕДОСТАТЪЧЬСТВ|ОВАТИ (8), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1. Не иметь в достаточном количестве, в необходимой степени: вси же досто˫ани˫а ѥ˫а недостаточьствѹѥмъ. приѥмлюще блг(д)тию х(с)вою недостаткомъ исполнениѥ. (ἀπоλειπόμεϑα) ПНЧ 1296, 15; мнѣ же слово свое˫а …
3εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… …