1ελινύες — ἐλινύες, αι (Α) «ἐλινύες ἡμέραι» μέρες αργίας και θυσιών στους θεούς της Ρώμης …
Dictionary of Greek
2ἐλινύες — ἐλῑνύε̄ς , ἐλινύω keep holiday pres ind act 2nd sg (doric) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)