ἐλευθέρως

  • 1ἐλευθέρως — ἐλεύθερος free adverbial ἐλεύθερος free masc acc pl (doric) ἐλεύθερος free adverbial ἐλεύθερος free masc/fem acc pl (doric) ἐλευθερόω set free imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ВОСПИТАНИЕ —    • Educatio.     I. Греческое.          Как во всех отраслях общественной и частной жизни, так и в В. у греков ясно обнаруживается различие отдельных племен. Между тем как в дорическом племени, а особенно в Спарте, где все было направлено к… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 3ημίσταυρος — ο στρ. μικρό σιδερένιο κομμάτι που χρησιμοποιείται για να προσαρμόζει ελευθέρως τα διάφορα μέρη τής σαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] …

    Dictionary of Greek

  • 4κατερώ — (I) κατερῶ, άω (Α) 1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ. β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.) 2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρῶ «χύνω έξω»]. (II)… …

    Dictionary of Greek

  • 5ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …

    Dictionary of Greek

  • 6Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… …

    Dictionary of Greek

  • 7ԱԶԱՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0004 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c մ. ἑλευθέρως , libere, εὑγενῶς , nobiliter Իբրեւ տէր. իշխանաբար. որպէս վայե՛լ է ազատի: *Ազատաբար ոչ բնաւ ումեք ծառայել. Պիտ.: *Ազատաբար ʼի նոյն բերի, եւ ո՛չ թէ ծառայաբար. Լմբ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)