ἐλευθερίῃ
1Ἐλευθερίη — Ἐλευθέριος fem nom/voc sg (epic ionic) …
2ἐλευθερίη — ἐλευθερία freedom fem nom/voc sg (epic ionic) …
3Ἐλευθερίῃ — Ἐλευθέριος fem dat sg (epic ionic) …
4ἐλευθερίῃ — ἐλευθερία freedom fem dat sg (epic ionic) …
5ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …